- νοοπλήξ
- νοο-πλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, = foreg.,A
ἀτασθαλίαι Tryph.275
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀτασθαλίαι Tryph.275
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοοπλήξ — νοοπλήξ, ῆγος, ὁ και ἡ (Α) νοόπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλήξ, ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, λινο πλήξ] … Dictionary of Greek
νοοπλήγεσσιν — νοοπλήξ masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek